- ρετιρέ
- το(λ. γαλλ.), άκλ., το τελευταίο προς τα πάνω διαμέρισμα πολυκατοικίας, εσοχή: Τα ρετιρέ είναι ακριβότερα από τα άλλα διαμερίσματα της πολυκατοικίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.